κύνειρα — κύνειρα, ἡ (Α) περιλαίμιο σκύλου, το λουρί με το οποίο σύρουν τον σκύλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύων, κυνός + εἴρω «δένω στη σειρά»] … Dictionary of Greek
κύνειραν — κύνειρα dog leash fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)